- φαιδρόνους
- φαιδρό-νους, ουν,A with bright, joyous mind, light-hearted, A.Ag. 1229(s. v. l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φαιδρόνους — ουν, και ασυναίρ. τ. φαιδρόνοος, ον, Α 1. αυτός που έχει καθαρό μυαλό 2. εύθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + νους / νοος (< νοῦς / νόος), πρβλ. σοφό νους] … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek